- αιθρίδιον
- αἰθρίδιον, το (Α)μικρό αίθριο, μικρός πρόδομος (οικήματος).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. αἴθριον*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… … Dictionary of Greek